Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007

Για την Ελένη...



Ήμουν στις Σπέτσες για περίπου μιάμιση μέρα και κόντεψα να πάθω οξεία... μπουμπουλινίτιδα από την εμπορευματοποιημένη παράδοση και από τον συναγελασμό με τις σύγχρονες Μπουμπουλίνες του λάιφ στάιλ, έως ότου έπεσα τυχαία πάνω στην ξεχασμένη πόρτα του πατρικού της Ελένης Μπούκουρη-Αλταμούρα και υποκλίθηκα ταπεινά στη "θεία μανία" του καλλιτέχνη και στην αλήθεια της ανθρώπινης τραγωδίας· και συνήλθα.



Η λησμονημένη (Η ε...



"Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (Σπέτσες, 1821 – Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η τραγική ζωή έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος και ενός θεατρικού έργου.

Η Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές.

Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Νεάπολη, στην Ρώμη και ίσως στην Φλωρεντία, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Ερωτεύθηκε τον ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Franceso Saverio Altamura) και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jaine Benhman Hay), παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.

Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Όμως, το 1872 αρρώστησε από φυματίωση η κόρη της και αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι του αδελφού της στις Σπέτσες προκειμένου να αλλάξει αέρα το άρρωστο παιδί της. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία μόνον 18 ετών. Μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα.

Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα γεμίζοντας με χαρά την χαροκαμένη μητέρα. Όμως η χαρά της διήρκησε πολύ λίγο· ο Ιωάννης προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878. Η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην μητέρα τους και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε όλα — ή σχεδόν όλα — τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις Σπέτσες το 1900. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες. Aργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα-Aλταμούρα".

(Από το σχετικό άρθρο της Βικιπαιδείας, που, προς το παρόν, αν και το κάνω λινκ κανονικά, σε λίγη ώρα εξαφανίζεται. Κανείς δεν θέλει να τη θυμάται;)

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2007

Coeurs




Αληθινός καλλιτέχνης είναι αυτός που, αφού έχει εκφράσει την οδύνη του έρωτα και του πολέμου με το εμβληματικό Χιροσίμα αγάπη μου, και έχει παίξει σχεδόν σαδιστικά με το μυαλό και τον αμφιβληστροειδή των σινεφίλ με το αλαζονικά σουρεαλιστικό Πέρυσι στο Μαρίενμπατ, έρχεται τώρα _στα ανθισμένα 84 του_να σου χαϊδέψει στοργικά το κεφάλι με το ανάλαφρο και παρεξηγήσιμα ευκολοΐδωτο Προσωπικοί φόβοι σε δημόσιους χώρους και να σου πει πως οι καθημερινές, συνηθισμένες, ανέμπνευστες και ενίοτε στερημένες ζωές απλών, «ανώνυμων» αστών σαν κι εσένα μπορεί να είναι αξιοθέατες και αξιέραστες μπροστά στον διακριτικό αλλά περίφροντι και σοφό φακό του, ακόμη κι αν ελάχιστες πιθανότητες έχουν να αλλάξουν ρότα, πολύ λιγότερο να έχουν τη μυθιστορηματική εξέλιξη που, κρυφά και γεμάτος ενοχή, επιτρέπεις στον εαυτό σου να ονειρεύεται πού και πού.

Ακόμη και ο τίτλος με τον οποίο αντικατέστησε τον ευθύβολο και παραστατικό, πλην απόμακρο και κάπως «ιατρικό» του θεατρικού έργου του Άλαν Έικμπερν, στο οποίο βασίστηκε, μαρτυρά αυτή την προσέγγιση: o Αλέν Ρενέ ονομάτισε την ταινία του Καρδιές, αναθέτοντας στο σιωπηλό, απαλό, πάλλευκο χιόνι που βάζει να πέφτει μερονυχτίς στο Παρίσι να τις ζεστάνει και να τις «παραμυθιάσει», δηλαδή να τις παρηγορήσει _κι αυτές των πρωταγωνιστών του και τις δικές μας.

Coeurs

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Τιμής ένεκεν

Τιμής ένεκεν κι ας τις κοσμήσει εκείνος με το σχόλιό του, αν τις δει και θέλει, γιατί εγώ έμεινα άφωνη...


......................................Μουντανίστικα, Μάνη.............................










Theorakis "18 Lian...






Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

Τραβάτε με κι ας κλαίω...


ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑΣ ΜΟΥ

Μολονότι προτιμούν να τα ονομάσουν
«φαινόμενο του θερμοκηπίου», αυτά τα ζεστά κύματα
είναι η εμμηνόπαυση της Γης.
Στο πρόσωπό μου βλέπεις ποιοι ακολουθούν:
τα γεράματα και ο θάνατος. Αλλά στο μεταξύ
υπάρχει πολύ στο μεταξύ
κι ένας πράσινος βασιλικός που αντέχει
στη γλάστρα, στο μπαλκόνι του καλοκαιριού.

Ράμι Σαάρι
(μετάφραση Χάρης Βλαβιανός-Ράμι Σαάρι)


Έπεσα πάνω του ξεφυλλίζοντας την Ποίηση (τεύχος 28, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2006, Αφιέρωμα σε τέσσερις νεότερους Ισραηλινούς ποιητές) και το αφιερώνω στον Καίσαρα, που έγραψε ...με τη άνοιξη να επιμένει και να πολιορκεί τα πάντα και την αισιοδοξία να σε τραβάει απ' το μανίκι...

(...και σ΄εμένα που ξεχνώ καμιά φορά πως τα δυνατά τράβηγματα που με τραντάζουν κατά καιρούς προέρχονται από τη _βαθιά_ κρυμμένη αισιοδοξία μου).

Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

Ολιγοήμερες διακοπές

Εντάξει, δεν είμαι πια εδώ:



...αλλά είμαι (ακόμη) εδώ :






I said, Hey! You! Get off of my cloud
Hey! You! Get off of my cloud
Hey! You! Get off of my cloud
Don't hang around 'cause two's a crowd
On my cloud, baby

(δεν είμαι αφιλόξενη, αλλά για την περίπτωση που κάποιος διανοηθεί να με προσγειώσει πρόωρα...)


Καλή εβδομάδα σε όλους, όπου κι αν βρίσκεστε.


Τετάρτη, Απριλίου 04, 2007

Ευχές!


("stolen" from here)

Bach Violin Concer...



...κι αφού δεν ταιριάζουν ευχές σε ένα "γκρινιάρικο" ποστ όπως το προηγούμενο, συνεχίζω εδώ για να τις δώσω. Όχι μέσα στο αγχωμένο, ψυχαναγκαστικά καταναλωτικό και περιηγητικό, και κοσμικά εκκλησιαστικό κλίμα των ημερών. Όχι για γενικότερους θρησκευτικούς λόγους, που, καλώς ή κακώς, δεν μας αγγίζουν όλους, με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον. Αλλά για χάρη αυτού του πολιτισμικά αταβιστικού _αλλά ίσως και γονιδιακά αναπαραγoμενου_ συναισθήματος της χαρμολύπης που πλανιέται λες στον αέρα αυτών των ημερών μαζί με τη ανθεκτική μυρωδιά των νεραντζανθών, σημαδεμένο από παιδικές αναμνήσεις Επιταφίων, από τις αναγνώσεις του Παπαδιαμάντη, από την καταπνιγμένη και από πολλούς μας ξεχασμένη σωματική σχέση με την αναγεννώμενη φύση και την αυτόματη σχεδόν διάθεση ανάτασης που ξυπνά μέσα μας. Τέλος πάντων, για ό,τι σημαίνει για τον καθένα η ενίοτε μηχανικά αναπαραγόμενη ευχή...

...Καλή Ανάσταση!

We are family, now

Όσο είμαι ακόμη θυμωμένη λέω να συνεχίσω να γκρινιάζω λιγάκι, γιατί σε λίγο θα γίνω αρνάκι του Θεού (επισφαλής περσόνα, μέρες που είναι) και δεν πρόκειται να πω κουβέντα, μιας και το θέμα είναι ασήμαντο και προσωπικό, ή ορθότερα εντελώς υποκειμενικό _πλην όμως με απασχολεί εδώ και λίγο καιρό.

Εδώ και λίγο καιρό, λοιπόν, ενημερώθηκα (με τη γνωστή ταχύτητα που ενημερώνομαι περί τα τεχνικά ζητήματα του blogging) ότι αυτοί οι περίφημοι trackers ή counters ή όπως αλλιώς τους λένε, δεν πληροφορούν τον υπερήφανο κάτοχό τους μόνο για το πόσους επισκέπτες έχει τη χαρά να δέχεται στην εστία του, αλλά και για το ονοματάκι της ιστοσελίδας τους, του εξυπηρετητή τους (ελληνιστί server), ου μην και για τη φάτσα αυτών και για το ποιόν τους (καλά, καλά, είμαι υπερβολική _προς το παρόν_ για τη φάτσα, αλλά για το ποιόν, σκεφτείτε το: δεν θα έμπαινε κάποιος στον πειρασμό να θεωρήσει τεμπέλη, αργόσχολο, κουτσομπόλη, μεροληπτικό, καψούρη, ή απλώς φαν και γκρούπι, ή "ψώνιο," κλπ.κλπ. όποιον ενσκήπτει κάθε τρεις και λίγο σε συγκεκριμένο-α μπλογκ; Άσε που τα συλλεγόμενα στοιχεία κάποιων από αυτά είναι σε κοινή θέα για όλους τους επισκέπτες του συγκεκριμένου μπλογκ-φορέα. Δεν είναι πιθανόν, στη χειρότερη των περιπτώσεων, κάποιος να εκμεταλλευτεί τις ακραίες δυνατότητες αυτών των softwares για να βλάψει κάποιον απτά; _οι περισσότεροι ξέρουν έστω και ακροθιγώς την περιπέτεια της Mantalena Parianos).

Και τι σε νοιάζει, θα μου πει κάποιος. Αν δεν γουστάρεις να εκτίθεσαι, μην το κάνεις. Αν θες να το κάνεις (δηλαδή αν είσαι αθεράπευτα τεμπέλα ή αργόσχολη ή κουτσομπόλα ή καψούρα, ή φαν ή γκρούπι ή "ψώνιο" κλπ. κλπ.), τότε δέξου και τις συνέπειες, γιατί καθένας στο σπίτι του ό,τι θέλει κάνει, και κάμερες βάζει, και συναγερμούς, και σύνθημα-παρασύνθημα ζητάει στην είσοδο, και κάθε δικαίωμα έχει. Στο κάτω-κάτω, όλα αυτά δεν είναι προσωπικά. Οι εκπομπές μετράνε θεαματικότητα και ακροαματικότητα, οι εκδότες τιράζ και εκδόσεις και οι μπλόγκερ... δημοφιλία. Κακό είναι;
Όχι. Θεωρητικά όχι. Μόνο που… εμένα η «φάση» αυτή με ξενερώνει, με «χαλάει» για να εκφραστώ πιο μοδάτα... Χάνω τον αυθορμητισμό μου, χάνω την αίσθηση του παιχνιδιού· είμαι και λίγο… αγγλοσαξονικού ταμπεραμέντου _έχω έντονη την ανάγκη της privacy, και εν πάσει περιπτώσει όλο αυτό με παραπέμπει αθέλητα (και άδικα, το αναγνωρίζω) στο γενικότερο... πολυδωρικό κλίμα της εποχής: we've set an eye on you.

Τι θα κάνω; Δεν ξέρω. Δεν είναι ότι νιώθω απειλούμενη ή ντρέπομαι τους λίγους ηλεκτρονικούς φίλους μου (που τους νιώθω πραγματικά ως τέτοιους), αλλά αν δεν καταπολεμήσω αυτό το αόριστα ασφυκτικό αίσθημα όπου βλέπω (ή δεν βλέπω καν, αλλά "νιώθω") ένα λινκ από counter... θα πρέπει να αλλάξω συνήθειες. Να σταματήσω να μπαινοβγαίνω στα μπλογκ με τον αυθόρμητο, παρορμητικό και χαλαρό τρόπο που συνηθίζω. Μία επίσκεψη το πρωί και μία το βράδυ και that’s all. Και να κόψω τις πολλές επισκέψεις στους ξένους. Ξέρω πως έτσι θα χάνω τον «τζερτζελέ», την αίσθηση της παρέας, τo timing της διαδραστικότητας… Ξέρω ότι δεν θα προλαβαίνω μερικές φορές να σχολιάζω, να συμμετέχω στη «ζωντανή» συζήτηση, να λέω αυτό το «γεια» που κάνει αλλιώτικη και πιο χρωματιστή την καθημερινότητά μου ή να αφουγκράζομαι σιωπηλά άλλους σφυγμούς, απολαμβάνοντας αυτή την αμφιλεγόμενη πλην υπαρκτή αίσθηση συντροφικότητας και «οικογενειακότητας».


Ξέρω επίσης πως λέω... ό,τι λέει ο λαγός στην αρκούδα για να περάσει η ώρα. Τίποτα δεν θα κάνω. Θα μπαινοβγαίνω όπου μπαινοβγαίνω, όσες φορές μου έρχεται η διάθεση, όπως έκανα μέχρι τώρα _so what? Αλλά μου ήρθε να το σχολιάσω. Σαν να πίναμε όλοι μαζί καφέ σε ένα cafe και να είχαμε στήσει μια χαζοκουβέντα... για να περάσει η ώρα! Εξάλλου, μια οικογένεια είμαστε πλέον...


Όμως, οι ευχές δεν ταιριάζουν σε ένα γκρινιάρικο ποστ. Οπότε πρέπει να ανεβάσω ακόμη ένα!