Τρίτη, Μαρτίου 31, 2009

Τα παιδία παίζει



György Ligeti, Poème Symphonique For 100 Metronomes

Αν ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να θεωρηθεί "έργο τέχνης" (και ποιος
Μετρονόμος θα το ορίσει αυτό;), τότε η ζωή μου αυτόν τον καιρό είναι ένα συμφωνικό ποίημα με τη συνοδεία δεκάδων μετρονόμων να κραδαίνουν τον εφιαλτικό τους κρότο μέσα μου και πάνω απ' το κεφάλι μου, όσο εγώ, ανίατα (και αμετανόητα;) παραβατική του χρόνου, καταφεύγω στην τρύπα του εσαεί Μαρτιάτικου Λαγού να πιω το τσάι μου με την Αλίκη και την Πόλυ (που μου έκανε μια ευφάνταστη "διακειμενική" ας το πούμε πάσα, στο πλαίσιο της όπως πάντα εμβριθούς και πολύ-σημης ανάρτησής της).

(
Ζβουκ, έλα μαζί μας να παίξεις όσο είναι καιρός, γιατί αργότερα θα ντρέπεσαι που δε χόρτασες παιχνίδι στην ώρα του...)

Up-date
(Χωρίς την άδεια του φίλου Βαγγέλη Ιντζίδη, βέβαιη ωστόσο πως δε θα μου την αρνιόταν, μιας και θα ήταν τόσο άδικο ένα τέτοιο ταξίδι στον χρόνο και στη μνήμη να μείνει στις "πίσω μου σελίδες». Εξάλλου, στο πλαίσιο του παλιμπαιδισμού που διέπει αυτή μου την ανάρτηση, το είδα σαν μια λυτρωτική, εκδικητική εξόχως παραβατική κλοτσιά στους εφιαλτικούς μετροΝΟΜΟΥΣ_παπαγαλάκια του Χρόνου και σαν βγάλσιμο της γλώσσας στο Μεγάλο Αφεντικό τους. Στο πιο "παραμυθένιο/παραμυθητικό" του, σαν μαγικό καθρέφτη που μέσα του θα κοιταχτεί ο Χρόνος και θα γίνει από δυνάστης Μεγάλος Αδελφός ο αδελφούλης-σύντροφος-συνένοχος των πάλαι ποτέ παιχνιδιών μας _ή έστω «ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός», κατά Διονύσιον.)

Σκέφτηκα από τη μυρωδιά του τσαγιού την αίσθηση μιας ασθένειας στο σπίτι, χειμώνας, τους διπλανούς μας γείτονες της παιδικής μου ηλικίας που βουτούσαν στο τσάι κασέρι και τσουρέκι (αγαπημένοι συμπολίτες από την Πόλη πρόσφυγες και αυτοί), την εκνευριστική ευωδιά στους διαδρόμους με τα γραφεία των καθηγητών στο Παν/μιο του Λονδίνου, την ατέλειωτη μυρωδιά από τσάι στα νοτισμένα από βροχή-χώμα και ξύλο δάση της Μαλαισίας, στην Πόλη δίπλα από το χαμάμ τις μυρωδιές του μπαγκλαβά ανακατεμένο με τσάι και λεμόνι, στην απέναντι πολυκατοικία τους αφρικανούς φοιτητές που κάθε Κυριακή γέμιζαν τους ακάλυπτους και τους κοινόχρηστους με μυρωδιές από λιβάνι και τσάι στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων
Σκέφτηκα - θέλω να πω μου ήρθαν όλα μαζί, όλες μαζί οι ηλικίες του τσαγιού και οι ηλικίες μου, η υπενθύμιση της απουσίας, του περάσματος από εδώ, της παρουσίας, της λύπης για κάτι που είναι μακριά, της χαράς για μια επιστροφή. Ναι δεν σκέφτηκα γιατί αν σκεφτόμουν όλα αυτά θα διάλεγαν τη χρονική σειρά τους, θα καταμετρούσαν ζώντες και νεκρούς, όπως τώρα που η καταγραφή αυτής της σύνθεσης από πρόσωπα, τοπία, χρονολογίες επιμερίζεται δια της γραφής αναγκασμένα από μοιρασιά με τους άλλους να διαλυθούν, να χωριστούν με κόμματα, να παραταχθούν. Κι όσο θέλεις να τα πεις ή και να γράψεις τόσο αυτά διασπώνται, επιμερίζονται, ταξινομούνται.
Σε αυτή την αίσθηση όμως δεν υπήρχε η σκέψη και δεν υπήρχε η διάταξη της γραφής. Η σιωπή τα είχε όλα μαζί και ανάκατα και ένα. Δίχως μετρονόμους που ο ένας κτύπος του σε οδηγούσε ακαριαία στην αναμονή να ακούσεις τον επόμενο.
Ναι σε αυτόν τον κόσμο της ενοποιητικής αίσθησης που στρίμωχνε στο στόμα τις λέξεις και που αν μπορούσε να αποτυπωθεί με γραπτό σύμβολο αντίστοιχο της ολότητάς της θα ήταν μάλλον μια τελεία (συμπυκνωμένα όλα μαζί και ωστόσο διαφοροποιημένα στην αίσθησή μου) και αν ήθελες να τα πεις θα ήταν ένας τραυλισμός στο τσ (συμπυκνωμένα όλα μαζί και ωστόσο διαφοροποιημένα στον παρατεταμένο αδιαφοροποίητο ήχο που στριμώχνονται τα σύμφωνα και τα φωνήεντα αντιστεκόμενα στη διακριτική τους λειτουργία από οικονομία της γλώσσας να τα κάνει τελικά λέξεις).
--Να απαγορευθεί η γραφή, ούρλιαζε η βασίλισσα κοιτάζοντας το καθρεπτάκι της.
--Να πάρετε το κεφάλι αυτής της αρυτίδωτης κορασίδας ούρλιαζε μπροστά στο απορημένο βλέμμα της Αλίκης.
--΄Η θα μιλάτε όλοι μαζί και θα γράφετε όλοι μαζί στο ίδιο χαρτί και την ίδια ώρα ή κανένας, είπε ο λαγός
-- Το μόνο που μας απομένει είναι να βάλουμε τους μετρονόμους να κτυπούν όλοι μαζί έτσι που χρόνος να περιμένει τον ίδιο του τον εαυτό και εμείς
ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ.
Το χρόνο που διασπάται σε χιλιάδες χρόνους που πολλαπλώς μετρημένοι στην αναμονή τους παύουν να είναι χρόνοι αφού αδυνατείς να ξεχωρίσεις ποιος μετρονόμος δίνει το εναρκτήριο και ποιος θα δώσει το τέλος
Και η Αλίκη γύρισε ανακουφισμένη και μου είπε:"Να μια καλή ιδέα. ΄Ετσι θα μείνεις εδώ κοντά μου με όλες τις ιδιότητές σου και με τις ιδιότητες όλων εκείνων που είδες και δεν είδες. Και βαγγέλης, και αφρικανός, και δάσος της Μαλαισίας και μυρωδιά τσαγιού και γάτος. "Κι απόμεινα δίχως γλώσσα μα με χιλιάδες λέξεις να συννεφιάζουν στο κεφάλι μου. ΄Εως ότου έβρεξε ένα παραμύθι. Κι ήταν νερό δίχως αρχή-μέση ή τέλος.

βαγγέλης ιντζίδης




Λίγοι στίχοι την ημέρα

Το πέρασμα του χρόνου είναι κρότος
και τον ακούς τις νύχτες∙ η ντροπή
ένα κομμάτι φως που ΄χει κοπεί
απ' τον παράδεισο _ ένα κομμάτι
(πού χάθηκε ο φίλος μου ο Πιερότος;)
με ξένα λόγια, ξένη μουσική,
δεν τη μαθαίνεις εύκολα, ξεχνιέται.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Ο κρότος του χρόνου

Δευτέρα, Μαρτίου 23, 2009

Γράμμα από τον θεό της απαντήσεως

ΠΕΡΑΣΑ

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.

Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,

εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια

και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,

στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.

Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.

Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι

όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, 1971




Το αντίθετο της λύπης δεν είναι η χαρά _aka "χαζό παιδί χαρά γεμάτο"_ είναι η χαρμολύπη, η παραμυθία τού να χάνεις συνειδητά τη μάχη με την υπαρξιακή λύπη, για να αξιωθείς τη δωρεά της γνώσης και της κατανόησης∙ ναι, καταλαβαίνω


χαρμολύπη (η)(χωρίς πληθ.) = ανάμικτο συναίσθημα χαράς και λύπης.
(ΕΤΥΜ. μεσν < αρχ. χάρμη "χαρά (της μάχης)" (< χαίρω) + λύπη).

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009

CAVE IDVS MARTIAS

Είναι αστείο που, παλιά πολύ, νόμιζα (ελλιπούς κλασικής παιδείας γαρ) ότι ειδούς του Μαρτίου ονόμαζαν τις μαρτιάτικες βροχές. Και πώς να φοβηθείς κάτι που μυρίζει μουσκεμένο νερατζανθό και ξεπλυμένη σκόνη (αφού, κατά τους σύγχρονους γλωσσολόγους, το σημαίνον δένεται με αυθαίρετο πλην άρρηκτο δεσμό με το σημαινόμενο στη βάση μιας συγκεκριμένης «ακουστικής εικόνας», η οποία, άπαξ εγγραφείσα στα δυσερεύνητα αρχεία της ψυχής, δύσκολα αντικαθίσταται _λέω εγώ);

Κάτι παρόμοιο πρέπει να συνέβη και στον Andrew Wyeth, γιατί πώς εξηγείται ότι ονομάζει αυτόν τον εν πρώτοις μάλλον καθησυχαστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο πίνακα The ides of March;


[Το ταυτοχρόνως πρωθύστερον (της ημερομηνίας) και μεθύστερον (της βροχής) της ανάρτησης οφείλεται, ακριβώς, στο ότι δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά κάτι που δεν φοβάσαι...]



Ένας στίχος την ημέρα:
...και πάντως η έγκλειστη των κήπων του Άμχερστ, για άλλη μια φορά, τα ήξερε
όλα!

Μουσικές:
Ιγκόρ Στραβίνσκι, Η ιεροτελεστία της Άνοιξης