Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

An Old Fashioned Christmas



Μου φαίνεται ότι τα τελευταία μου ποστ «έβγαζαν» περισσότερη προσωπική μελαγχολία από αυτή που επιτρέπω συνήθως στον εαυτό μου να εκφράζει, σαν να «εκβίαζαν» συναισθήματα _αλλά, ειλικρινά (και δυστυχώς) προέκυψαν αβίαστα, σαν ανάσες.
Καιρός όμως να μπούμε στο γιορτινό κλίμα, αυτό το «τυπικό», το «κιτς», το «εμπορευματοποιημένο», το «υποκριτικό» και όπως αλλιώς μας αρέσει να το χαρακτηρίζουμε –συμφωνώ με όλα– ξεχνώντας ωστόσο ότι η διαχρονική ανθρώπινη ανάγκη για απλή πρωτογενή χαρά, για «ξέδομα», για ξεπέρασμα των ορίων και προπάντων για «σμίξιμο» εξακολουθεί να περνάει και από αυτά τα παραδοσιακά κανάλια.

Να καταθέσω λοιπόν κι εγώ απολογισμούς, δώρα και ευχές, ως είθισται από το τυπικό των ημερών: αντί απολογισμών συγγνώμες για τυχόν ηλεκτρονικές παρεξηγήσεις που ενδεχομένως προκλήθηκαν, αν δεν είναι ιδέα μου, και ευχαριστίες για την υπέροχη παρέα που είχα αυτούς τους λίγους μήνες που επιδόθηκα στο παράξενο σπορ του μπλόγκινγκ· αντί δώρων άφθονα χαμόγελα, φιλιά και αγκαλιές (ηλεκτρονικά επίσης, πώς αλλιώς)· και ευχές για προσωπική διαχείριση: εύχομαι ολόψυχα στον καθένα ό,τι θα ΄θελε να του ευχηθούν, ό,τι θα ΄θελε να του συμβεί, ό,τι θα ΄θελε να αποκτήσει (κι επίσης καλά ταξίδια σε όσους ταξιδεύουν)…

…και να πηγαίνω σιγά σιγά να ετοιμαστώ για τη χριστουγεννιάτικη άδειά μου. Ίσως προλάβουμε να τα ξαναπούμε, ίσως ξαναβρεθούμε αφού έχουμε ξεφαντώσει, πιει και χορέψει, κλάψει, διακηρύξει τις ολοκαίνουργιες meant to be never carried out αποφάσεις μας, σε έναν καινούργιο χρόνο όπου τίποτα δεν (θα) έχει αλλάξει, τίποτε δεν (θα) είναι όπως παλιά.

Σας φιλώ!



Κι επειδή, ο αμετανόητος προβοκάτορας παιγνιώδης δεύτερος εαυτός μου διεκδικεί τα αναφαίρετα δικαιώματά του επί του «σοβαρού» (ή σοβαροφανούς) πρώτου, ας το πω κι έτσι:

Meet you soon in the same cartoon!!!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

The Little Match-Seller



Νομίζω ότι απόκτησα αυτό που αυτάρεσκα και άκριτα ονομάζουμε "αριστερή συνείδηση" πριν ακόμη ο πατέρας μου μού μιλήσει για ένα κομμάτι της ζωής του και πάντως πολύ πριν εντρυφήσω (όπως-όπως, καθώς οι περισσότεροι της γενιάς μου) στη μαρξιστική βιβλιογραφία. Συγκλονισμένη και γεμάτη οργή, στα εφτά μου, αποφάσισα ότι ο κόσμος αυτός πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει, όταν πρωτοδιάβασα στα "Παραμύθια του Άντερσεν", από τις εκδόσεις ΑΣΤΗΡ, την ιστορία του κοριτσιού με τα σπίρτα, που πέθανε ολομόναχο από την πείνα και από το κρύο μπροστά στα μάτια χορτασμένων και καλοπερασμένων ανθρώπων που γιόρταζαν τη γέννηση κάποιου πανάγαθου τύπου που τον λέγανε Χριστό _με μοναδική συντροφιά του τις παραισθητικές εικόνες μιας ζεστής εστίας και το παραπλανητικό όραμα ενός επουράνιου παραδείσου, όπου θα συναντούσε τη χαμένη μαμά του.

Έτσι, χάρη στο παραμύθι των παιδικών μου χρόνων πέρασα στο παραμύθι της νιότης μου (και, φευ, μέρους της ενήλικης ζωής μου), ενός τόπου όπου τα παιδιά δεν πέθαιναν από κρύο και από πείνα, αλλά ζούσαν και μορφώνονταν ευτυχισμένα σε έναν (αν όχι έτοιμο, υπό οικοδόμηση τουλάχιστον) επίγειο παράδεισο. Για την ακρίβεια, το ότι το «υπαρκτό» παραμύθι μεταβλήθηκε σε μια εφιαλτική πραγματικότητα για τον συγκεκριμένο τόπο το αντιλήφθηκα σχετικά νωρίς, διατηρώντας ωστόσο την αισιοδοξία μου για το μέλλον, αλλά το ότι το «όμορφο» πολιτικό παραμύθι ήταν και θα παραμείνει τελεσίδικα μια παγκόσμια ου-τοπία άργησα αρκετά να το αποδεχτώ.

Τελικά, ξαναγύρισα στο αφετηριακό παραμύθι του Άντερσεν, και γράφοντας στα παλιά μου τα παπούτσια τη ξύλινη ρητορεία περί υπεροχής των συλλογικών αγώνων και των πολιτικών στόχων έναντι της ατομικής δράσης, καθώς και τις politically correct αναλύσεις για τις βλαβερές συνέπειες της δοτικότητας σε ό,τι χαρακτηρίζεται συλλήβδην ως επαιτεία, σωρεύω στην τσάντα μου όσα πακέτα χαρτομάντιλα μου προσφέρονται από παιδικά χεράκια. Προσπαθώ να συνοδεύω τον πενιχρό έτσι κι αλλιώς οβολό μου με μια-δυο κουβέντες, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι πιθανότατα απευθύνονται σε αφτιά ελάχιστα εκπαιδευμένα στη δική μου "εκλεπτυσμένη" γλώσσα. Και λέω στον απλοϊκό εαυτό μου ότι αν τύχει και "πεθάνει" _με οποιοδήποτε τρόπο_ απόψε αυτή η ψυχούλα, ίσως και να τη συνοδέψει κάτι ελάχιστα λιγότερο από την αυτάρεσκη σιωπή των πολιτικά επαϊόντων· επίσης, έτσι έχω πάντα χαρτομάντιλα διαθέσιμα για την περίπτωση που ο κόμπος στον λαιμό μετατραπεί σε κάτι πιο υγρό και πιο εμφανές.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

Fish and Bird



Δεν θα λέγατε ότι είναι εντελώς ισορροπημένο ένα άτομο που ακούει Tom Waits καθισμένο σ’ ένα παγκάκι μέσα στη συνεχιζόμενη έκπαγλη λιακάδα της χριστουγεννιάτικης Αθήνας.
Κι όμως, έχω εκπαιδευτεί να ισορροπώ θαυμάσια ανάμεσα σε δύο κόσμους, και σε τρεις και σε τέσσερις μη σας πω…


They bought a round for the sailor
And they heard his tale
Of a world that was so far away
And a song that we'd never heard
A song of a little bird
That fell in love with a whale

He said: you cannot live in the ocean
And she said to him:
You never can live in the sky
But the ocean is filled with tears
And the sea turns into a mirror
There's a whale in the moon when it's clear
And a bird on the tide

Oh, please don't cry
Let me dry your eyes
So tell me that you will wait for me
Hold me in your arms
I promise we never will part
I'll never sail back to the time
But I'll always pretend you're mine
Though I know we both must part
You can live in my heart.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού



Καλημέρες. Ηλιόλουστες.
Πριν από μερικά χρόνια θα γινόμουν έξαλλη αν μια μέρα του Δεκέμβρη, κοντά μάλιστα στα Χριστούγεννα, διάλεγε μια τόσο παραπλανητική και ανοίκεια μεταμφίεση σαν τη σημερινή. Από τότε που πέθανε η μαμά μου, η οποία λαχταρούσε τόσο πολύ το φως και τη θαλπωρή του ήλιου μέσα στον γκρίζο νοσοκομειακό θάλαμο –πιο πολύ και από το οξυγόνο που της έλειπε, ένας ιδιόμορφος φωτοτροπισμός με κάνει να στρέφομαι ολόκληρη προς τον ηλιόλουστο ουρανό. Ίσως γιατί δεν μπόρεσα να ικανοποιήσω το αίτημά της να την βγάλω «μία ακόμη φορά» στην ήλιο, ίσως γιατί βαθιά μέσα μου έχει αρχίσει να ηχεί υπόκωφα η μουσική του countdown.

Εξάλλου το σκοτάδι μπορούμε να το δημιουργήσουμε ανά πάσα στιγμή και μόνοι μας, ενώ ο ήλιος δεν «ανάβει» με το πάτημα κάποιου διακόπτη.

Καλημέρες. Ηλιόλουστες.

(ο τίτλος είναι ελαφρώς άσχετος, αλλά μου αρέσει πολύ –την ταινία δεν την έχω δει).

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

"You talkin' to me?"

Αν δεν το μοιραστώ, θα σκάσω: το ειλικρινέστερο, περιεκτικότερο και πιο αποστομωτικό κοινωνικό σχόλιο που έχω ακούσει ever (εκ στόματος thirtysomething νεοέλληνα _το «νεοέλληνας» ως περιγραφικό επίθετο_ ταξιτζή) για την πιθανώς γνωστή (εγώ έχω πάνω από μία βδομάδα να δω τηλεόραση) υπόθεση του «βιαστή της Νίκαιας»:

«Αγοράκια, ρε αλήτη; Αν γουστάρεις να βιάσεις, βίασε σωστά. Τόσα κοριτσάκια κυκλοφορούν με την κοιλίτσα έξω!»

Το ΄λεγε σοβαρά. Αλήθεια. Και με αποτελείωσε συμπληρώνοντας: “Εσείς φαίνεστε σοβαρή γυναίκα. Πείτε μου, καλά δε λέω;”

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

Αντί σχολίου


The open sea by Montague Dawson

..."'Ανεμοι πάρτε μας μακριά σ΄ ορίζοντες αστραφτερούς, πνίχτε και κάφτε τους θεούς, μας φτάνει εμάς η θάλασσα"...

Σήμερα το πρωί έπεσα πάνω σε ένα mp3 με τη Μπαλάντα των πειρατών , του Μπέρτολτ Μπρεχτ, από τό "Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει Μπρεχτ". Είχα πολλά χρόνια να τ' ακούσω αυτό το τραγούδι και είχα ξεχάσει πόσο με γοήτευε, στον καιρό του.
Δεν θα το έκανα ποστ, δεν έχω καν δυνατότητα να το "ανεβάσω" μουσικά και να το μοιραστώ. Θα το έκανα όμως (ελαφρώς άσχετα, δεν πειράζει) σχόλιο, αν σήμερα ο Blogger δεν είχε αμολήσει τα σκυλιά να φυλάνε τα blogs.
Αντί σχολίου, λοιπόν...



Αντί ενθυμήματος...
Τώρα που έχω μάθει να "ανεβάζω" μουσικές, το μπλογκ στο οποίο σκόπευα να αφιερώσω το τραγούδι είναι μόνο μια ανάμνηση και ο οικοδεσπότης του είναι περισσότερο από βέβαιο ότι δεν πρόκειται να το δει και να το ακούσει ποτέ. Ωστόσο, εγώ, επειδή κατά λάθος ξαναπέρασα από αυτό το ποστ, και επειδή είμαι επιρρεπής στη νοσταλγία, είπα να συμπληρώσω αυτό που άφησα μισό τότε... Just for the sake of the good old days!
(23 Απριλίου 2007)

Η μπαλάντα των πει...


Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

Το πορτρέτο μιας hopeless looser



Ένα από τα γκλαμουράτα κοσμηματοπωλεία στη Βουκουρεστίου, μεταξύ Σταδίου και Πανεπιστημίου, έχει μια πολύ καλαίσθητη βιτρίνα. Η πολυτελής πραμάτεια του εκτίθεται λιτά πάνω σε προσομοίωση παγωμένου χιονιού, όπου μερικές πανέμορφες λούτρινες πολικές αρκούδες σε μέγεθος κουταβιών, με λαμπυρίζον βλέμμα, με πολύ φυσικές πόζες και καποιες με φιλικές κινήσεις του κεφαλιού, έχουν αναλάβει εν μέρει τον ρόλο των μοντέλων.

Η στάση μπροστά στη βιτρίνα έγινε με αφορμή τη χαλαρή αναζήτηση ενός ρολογιού, μιας και το παμπάλαιο δικό μου εξεμέτρησε πλέον το ζην. Στην ερώτηση τι θα ήθελα να μου αγοράσουν απ’ όσα έβλεπα εκεί, απάντησα απνευστί:
«Την αρκουδίτσα στο βάθος –αυτή που κοιμάται. Είναι υπέροχη!»

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

The Blessed Dove



Αυτό θα ‘θελα να είμαι σήμερα: ένα περιστέρι αφημένο στη θαλπωρή του φθινοπωρινού ήλιου, που γεμίζει τα στερεοσκοπικά μάτια του με χρώμα θαλασσινό· χωρίς τη δυνατότητα να μετρήσει τον χρόνο, χωρίς τον εκλεπτυσμένο εγκέφαλο που χρησιμοποιεί σαδιστικά τη φυσική εξέλιξη για να επεξεργάζεται υπαρξιακά βασανιστήρια, χωρίς ανάγκες άλλες πέρα από την τροφή που του παρέχει άκοπα (και αναίμακτα) η φύση. Ένα ευλογημένο ον.

ΥΓ. Μου βγήκε πολύ κουλτουριάρικο, όμως. Εγώ απλά ήθελα να πω ότι, ερχόμενη στη δουλειά υπό το φως του υπέροχου σημερινού ήλιου, φώναζα μέσα μου (και παραλίγο outloud) «ε-ε-εκδρομή».

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Η άσκοπη δήλωση της μέρας



Δεν συναντά κανείς κάθε μέρα πραγματικούς ποιητές, αν δεν κυκλοφορεί ανάμεσα στο σινάφι τους. Τον έναν τον γνώρισα εδώ ως ποιητή με τη γενικότερη έννοια, πριν αποκαλυφθεί ότι γράφει και μεταφράζει στίχους και ποιήματα. Ο άλλος, ο Γιάννης Ευθυμιάδης, μού κάνει την τιμή να με επισκέπτεται, αν και δεν ξέρω τι πραγματικά ποιητικό μπορεί να βρήκε στο μπλογκ μου. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο χαίρομαι που τα ποιήματα και οι στίχοι τους φτερουγίζουν άυλα στον αέρα της μπλογκογειτονιάς μου και απογειώνουν την καθημερινότητά μου, με την (όχι ίδια αλλά παραπλήσια) γοητεία που ασκούν οι στίχοι που φωλιάζουν στις σελίδες των βιβλίων της βιβλιοθήκης μου.
(Αλλά, πέρα από την κυριολεξία, έχω την αίσθηση ότι και οι υπόλοιποι εδώ της παρέας είναι όλοι ποιητές της καθημερινής ζωής, ο καθένας με τον τρόπο και με το ύφος του –και η ώσμωση δίνει ωραίο αποτέλεσμα).

Μη με ρωτήσετε γιατί τα έγραψα αυτά· για κανέναν προφανή λόγο, έτσι όπως μοιράζεσαι ένα μπουκάλι καλό κόκκινο κρασί και σου 'ρχεται η διάθεση να πιεις στην υγεία της παρέας _αυτό!

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

A la recherche du temps perdu



Ο Μαρσέλ Προυστ κέρδισε στο πολλαπλάσιο, στην αθανασία, όλο τον χρόνο που θυσίασε για την αναζήτησή του. Εγώ που σπαταλάω άκαρδα τον όλο και ταχύτερα φθίνοντα δικό μου για ξένες λέξεις _οι μοναδικές δικές μου είναι τα έπεα πτερόεντα τούτου εδώ του μπλογκ_ τι ψυχή θα παραδώσω;

Σάββατο βράδυ. Από τη δουλειά μου. Με αγάπη.