|
Θα σου γράψω ακόμη πως απόψε έφτιαξα ένα ποίημα. Ποτέ πριν δεν είχα φτιάξει ποιήματα, κι έτσι τούτο εδώ δεν είναι όπως θα ‘πρεπε να είναι. Όμως θα το διαβάσεις και θα το ‘χεις στη σκέψή σου όταν θα με θυμάσαι. Γιατί λέει:
Σ’ έχω φτωχύνει αθώα μου καρδιά.
Είμαι μακριά σου όταν βρίσκομαι κοντά.
Σ’ έκανα πλούσια, αγάπη μου ακριβή.
Είμαι κοντά σου όταν δεν είμαστε μαζί.
Και τώρα πήρα κουράγιο και θα σου γράψω το μυστικό για το οποίο δεν ξέρεις τίποτε.
Πρέπει να ξέρεις, λοιπόν, Αρντ, πως όταν βρισκόμουν καταμεσής στην καταιγίδα του Κβάζεφιορδ, πάνω στο Σόφι Χόζεβίνεκλ, δεν φοβήθηκα ούτε στο ελάχιστο.
Ο κόσμος στην Κρίστιανσαντ με λέει ηρωίδα. Αλλά ηρωίδα είναι εκείνη η κοπέλα που βλέπει τον κίνδυνο και τον φοβάται μα τον αψηφά. Εγώ όμως δεν τον είδα και δεν κατάλαβα πως υπήρχε κίνδυνος.
Αλίμονο, Αρντ, την ίδια εκείνη ώρα ο καλός σου πατέρας τριγυρνούσε κυριευμένος από φόβο για το Σόφι Χόζεβίνκελ και η μητέρα του Φερντινάντ ήταν βυθισμένη στο φόβο και την αγωνία για τον γιο της. Και καταλαβαίνω τώρα, και το βλέπω καλά, ότι είναι ωραίο για έναν άνθρωπο να φοβάται, κι ακόμη βλέπω ξεκάθαρα ότι εκείνος που δεν φοβάται είναι ολομόναχος κι αποδιωγμένος, ένας απόκληρος μεταξύ των ανθρώπων. Εγώ, όμως, εγώ δεν φοβήθηκα ούτε στο ελάχιστο.
Διότι νόμισα ή πίστεψα κάτι που εσύ από μόνος σου ποτέ δεν μπορείς να φανταστείς, αλλά που τώρα εγώ θα στο εξηγήσω. Νόμισα ότι η καταιγίδα ήταν η καταιγίδα στο έργο Η τρικυμία, στο οποίο επρόκειτο σύντομα να παίξω ένα ρόλο, και που το είχα διαβάσει πάνω από εκατό φορές. Εγώ σ’ αυτήν είμαι ο Άριελ, πνεύμα του αέρα, κι ένας τρανός μάγος, ο Πρόσπερος, είναι ο αφέντης μου. Κι εκείνη τη νύχτα νόμισα πως αν το Σόφι Χόζεβίνκελ βυθιζόταν, εγώ θα μπορούσα να απογειωθώ και να φτερουγίσω μακριά του. Όταν άκουσα τους ναύτες να φωνάζουν «Όλα χαμένα» τότε αναγνώρισα τα λόγια και νόμισα πως το ναυάγιο του πλοίου μας ήταν το ναυάγιο στην πρώτη σκηνή. Κι όταν φώναξαν απεγνωσμένα «Ελέησέ μας!» αναγνώρισα κι αυτά τα λόγια. Κι ο Θεός να μ’ ελεήσει τώρα εμένα, γιατί γέλασα πολύ εις βάρος τους μέσα στην καταιγίδα.
Μου λένε ότι εκείνη τη νύχτα φώναξα πολλές φορές τον καημένο τον Φερντινάντ. Αλλά κι αυτό έγινε για τον ίδιο λόγο, κι επειδή ο ήρωας στο έργο ονομάζεται Πρίγκιπας Φερντινάντ. Κι έτσι, πάνω στο Σόφι Χόζεβίνκελ, ήταν ο Άριελ που μέσα στο βουητό της ανεμοθύελλας φώναζε με δυνατή φωνή κοντά του τον Πρίγκιπα Φερντινάντ.
Στο έργο αυτό υπάρχει επίσης κι ένα όμορφο νησί γεμάτο ήχους, τόνους και γλυκιά μουσική κι εκεί στο τέλος βγαίνουν σώοι όλοι οι ναυαγοί. Κι εγώ νόμισα, μέσα στη χιονοθύελλα, πως το νησί δεν ήταν μακριά.
Ναι, τώρα τα ξέρεις όλα. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορείς να με κρατήσεις, γιατί ανήκω αλλού κι εκεί πρέπει τώρα να πάω. Γιατί ξέρω πως μπορεί να ξεχάσεις ό,τι συνέβη κάποτε. Αλλά το ίδιο θα γινόταν πάντα, ό,τι κι αν συνέβαινε ανάμεσά μας. Ναι, «ως οι εν τω ύπνω πίνοντες και έσθοντες, και εξαναστάντων μάταιον αυτών το ενύπνιον, και ον τρόπον ενυπνιάζεται ο διψών ως πίνων και εξαναστάς έτι διψά, η δε ψυχή αυτού εις κενόν ήλπισεν».
(Κάρεν Μπλίξεν, Ανέκδοτα του πεπρωμένου, «Τρικυμίες», εκδ. Αλεξάνδρεια)
ΥΓ1.Στο γραφείο μου πάνω μισοτελειωμένα το Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη, το Χιόνι του Ορχάν Παμούκ και άλλα τινά που τα είχα αγοράσει με αληθινό ενδιαφέρον, όμως ξαφνικά ένιωσα την ισχυρή παρόρμηση να καταφύγω στις γοητευτικές ιστορίες της σοφής παραμυθούς της νιότης μου, της Κάρεν Μπλίξεν. Και, βέβαια, άνοιξα τα Ανέκδοτα του πεπρωμένου τυχαία μεν, αλλά άσφαλτα, στην ιστορία και στη σελίδα που ακριβώς ταίριαζε σε όσα είχα στον νου μου _με συνέπεια να παραβώ την αρχή μου και να ανεβάζω τώρα κείμενο μεγαλύτερο από μία «οθονιά». Αν κάποιοι μπήκαν στον κόπο να το διαβάσουν μέχρι τέλους, δεδομένου ότι είναι αποσπασματικό και προσωπικού ενδιαφέροντος, ζητώ ειλικρινά συγγνώμη _αλλά ένας από τους λόγους ύπαρξης αυτού του μπλογκ (καλώς ή κακώς) είναι για την,επώδυνη πλην εκτονωτική, άσκηση στη (μερική) διατύπωση προσωπικών φόβων (και άλλων τινών συναισθημάτων) σε δημόσιους χώρους.
ΥΓ2. Το Clarinet Concerto In A major, K. 622 (Adagio) ήταν από τα αγαπημένα της Μπλίξεν.