Κι έτσι έρχεται στον νου μου εκείνος ο μύθος
του βουνίσιου που δεν είχε δει ποτέ του θάλασσα
και που μια μέρα άνοιξε την πόρτα του
και δεν αντίκρυσε τίποτε άλλο παρά ωκεανό–
ο δρόμος για το χωριό και το χωριό χαμένα,
ούτε καν ένα μονοπάτι ή ένα λιβάδι
μόνο η θάλασσα να γλείφει το λιθόστρωτο
καλώντας τον σαν πολλά χέρια που γνέφουν.
Υπάρχει βέβαια, σ’ αυτή την ιστορία, ένα ψεγάδι,
ένα ψεγάδι όχι ανυπόστατων διαστάσεων.
Αλλά μερικές φορές ξυπνώ σ’ ένα υπνοδωμάτιο
μετά που έχεις φύγει, από άρωμα αλμύρας,
με σταγόνες θαλασσινού νερού στα σανίδια· ακούγοντας τον παφλασμό
των έξω-πραγμάτων να μπαίνει μέσα –που σίγουρα θα έπαυε
αν ποτέ αποτολμούσα ν’ ανοίξω την πόρτα
και να βαδίσω πάνω σε ό,τι ίσως είναι νερό.
Matthew Hollis, Ground Water, Bloodaxe Books, 2004.
Γιατί άλλη μια μετάφραση; Γιατί πάει καιρός που δεν έχω να λέω δικά μου πράγματα (τουλάχιστον όχι αυτά και όχι έτσι που θα 'θελα να τα πω), κι αυτό φαίνεται. Μα και γιατί, άλλη μια φορά μ΄έναν περίεργο τρόπο, με τον τρόπο των ξορκισμένων συμπτώσεων, είναι πολύ κοντά σ' ένα όνειρο που βλέπω πού και πού, στα διαλείμματα της αϋπνίας· και τη μέρα ξεφυλλίζω τα σπαράγματα των ψυχαναλυτικών μου γνώσεων και προσπαθώ να προσεγγίσω την αληθινή φύση αυτού που ίσως είναι νερό...
It Rains during the Night
So I am reminded of that tale
of the hill man who' d never seen sea
and how one day he opened his door
to look out on nothing but ocean_
the road to the village and the village gone,
nothing so much as a path or a lawn
just the sea lapping the flagstone
waving him in like so many cupped hands.
There is in this story, of course, a flaw,
a flaw of not insubstantial demands.
But sometimes I wake in a nightroom
after you' ve gone, to a perfume of salt,
seawater beading the boards· listening to the lap
of out-things getting in_which surely would stop
if ever I would venture to open the door
and step out on the might-be of water.