Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007

"Πώς πέρασα τις διακοπές μου" Έκθεσις της μαθητρίας...

Στα δεξιά της ισόγειας βεράντας ένας ευκάλυπτος πυκνός, φιλόξενο σπίτι τζιτζικιών _ένα τους ξεμοναχιάστηκε (σιωπηλό) στο σχοινί της απλώστρας μας.



Μπροστά ένα χωράφι με βούρλα και καλάμια που μοιάζουν να κάνουν αδιάκοπα έρωτα με το απαλό αεράκι που φυσάει σιγοσφυρίζοντας και στην αγκαλιά τους μια βάρκα (βάρκα στη στεριά, μακριά από την παραλία! _πάντα με υποβάλλει αυτή η εικόνα) άσπρη, με μια φαρδιά πορτοκαλιά λουρίδα στα πλάγια. Αμέσως μετά, το κυκλαδίτικο βουνό, σαν τοίχος από πέτρα και από χώμα με μοναδικό στολίδι τις τεχνητές ξερολιθιές, γκρίζο στο φως του πρωινού ήλιου. Ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στους πρόποδές του, λίγο πιο πάνω από ένα υποτυπώδες μαντρί _οι κατσίκες, καμιά εικοσαριά, έχουν γίνει η καθημερινή παρέα μας και το μοναδικό αντικείμενο της ενασχόλησής μας τις ώρες της ραστώνης στη βεράντα· συνηθίσαμε να τις παρατηρούμε, με τα κυάλια ή με γυμνό μάτι, όλες τις ώρες της ημέρας: πώς ξεμυτάνε πρωί πρωί, πώς σκαρφαλώνουν σε παράταξη όλο και πιο ψηλά αναζητώντας τροφή και δροσερό αγέρα, πώς μαζεύονται στις σκιές όταν πλησιάζει μεσημέρι· πώς βελάζουν _σχεδόν αναγνωρίζουμε φωνές _πώς ζουν μαζί (ποιες είναι οι πιο ανεξάρτητες και «την κάνουν» ξέχωρα από το κοπάδι, ποια η πιο τεμπέλα που αράζει, ποιες οι πιο σκανδαλιάρες που παίζουν σπρώχνοντας η μία την άλλη)· πώς απλώνεται ο ήχος από τα κουδούνια τους στον αέρα _σαν να «βλέπουμε» τα ηχητικά κύματα να σχηματίζουν τους ομόκεντρους αέρινους κύκλους τους.
Πάνω από την κορυφογραμμή ο πρωινός ουρανός, φωτεινός γαλάζιος απέναντί μας και ασπριδερός από την πλευρά της ανατολής που δεν φαίνεται από εδώ που κάθομαι, και πίσω της το πάντα ελκυστικό άγνωστο (άλλο βουνό, άλλη λαγκαδιά, θάλασσα; σπίτια, χωράφια, ερημιές;)



Ο ήχος από το ρυθμικό πηγαινέλα ενός ελαφρού μόνιμου κύματος στα βότσαλα της παραλίας καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα. Η απόλυτη μουσική, η απόλυτη παραμυθία. Δεν έχω βάλει ακουστικά στ’ αφτιά μου, δεν έχω νιώσει την ανάγκη καμιάς ανθρώπινης μουσικής όσες μέρες είμαι εδώ.
Δεν έχω νιώσει ούτε την ανάγκη του γραπτού λόγου, όσες μέρες είμαι εδώ. Στην αγκαλιά μου, σαν μωρό που το νανουρίζω αφηρημένα, η υπέροχη Αυτοβιογραφία του φωτός του Γιώργου Γραμματικάκη, δεύτερη ανάγνωση (και το μόνο που μου είχε φανεί ταιριαστό για τον τόπο, την επικράτεια του φωτός), αλλά κι αυτό όχι για πολύ. Τίποτε δεν αντέχω να με αποσπά από το να υπάρχω απλώς μέσα στους αρχέγονους ήχους και στην αρχέγονη φωτοσκιά και ν’ ανατριχιάζω ηδονικά, σαν τα καλάμια, από το ολόδροσο ολόφρεσκο αεράκι _αίσθηση προ πολλού ματαιωμένη και ακυρωμένη από τον αστικό καύσωνα και τη μεταλλική κρυάδα του κλιματιστικού.

Το μεσημέρι η θάλασσα θ’ αποκτήσει αυτό το απερίγραπτο κυανοπράσινο χρώμα, διάστικτο με το εκτυφλωτικό χρυσό στραφτάλισμα κάτω από τον κυκλαδίτικο ήλιο, και τα βουνά δεξιά και αριστερά θ’ αλλάξουν το γκρίζο τους με ένα έντονο, ζεστό καστανό. Οι ήχοι της παραλίας θ’ ανεβαίνουν ψηλά και θα εξατμίζονται μέσα στην αραιή μεσημεριανή ατμόσφαιρα.



Και το δειλινό… το δειλινό… μέσα στη χλιαρή σαν το υγρό του αμνιακού σάκου θάλασσα, θα κολυμπήσω στο χρυσό μονοπάτι του αποχωρούντος ήλιου, μετά ο ορίζοντας θα μετατραπεί στην ιμπρεσιονιστική παλέτα όλων των κόκκινων και των μενεξεδιών του Σύμπαντος, μετά ο ηλιακός δίσκος θα γίνει σαφής, πορτοκαλής και πορφυρός σαν πυρακτωμένο σίδερο, λίγο πριν χαθεί πίσω από τη χαμηλή νέφωση ή την απέναντι στεριά· μετά η μέχρι τώρα σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας θ’ ασπρίσει και θα φωτίσει κάτω από τον ρόδινο ουρανό και το αρχέγονο τραγούδι πάνω στα βότσαλα θα γίνει πιο σιγανό, πιο μακρόσυρτο, πιο μυστηριακό… και θα μπλέξει με τον ψίθυρο των λέξεων που ηχούνε μέσα μου· αμφίσημων λέξεων, αμφίβολης ερμηνείας, αλλά εκείνη τη θεία ώρα τ’ αφτιά της ψυχής ακούνε ό,τι θέλει εκείνη ν’ ακούει και τα πανιά της φαντασίας φτιάχνουν μόνα τούς ανέμους τους...




Τη νύχτα, μέσα στη σχεδόν απόλυτη σιγαλιά, (με εξαίρεση τον αδιάκοπο παφλασμό της θάλασσας), ξαπλωμένοι στην άμμο θ’ αγκαλιάσουμε πάλι μ’ ένα βλέμμα όλο τον ορατό έναστρο ουρανό (τα άστρα, τόσο ξεχασμένα πολλά… και ο Γαλαξίας _πόσα χρόνια είχα να δω τον Γαλαξία!_κάπου κάπου κι ένα πεφταστέρι για το παιδικό παιγνίδι με τις ευχές). Η ίδια πάντα κουβέντα (ίδια πάντα, «μικρή», αφελής και ανεξάντλητη) για το μυστήριο της Αρχής … και η επιθυμία της Γνώσης (η αγωνία της Γνώσης) να σβήνει όλες τις άλλες επιθυμίες _και όλες τις άλλες αγωνίες. Για λίγο…



(Αντί μουσικής επένδυσης, η αναφορά στα ακούσματα αυτών των ημερών).

Από τις πρόχειρες σημειώσεις ενός πρωινού, με επίγνωση ότι η έκθεση της μικρής μαθήτριας που δεν μεγάλωσε ποτέ μπορεί να έπαιρνε άριστα στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, αλλά στην τάξη των ενηλίκων μοιάζει τόσο απλοϊκή και γραφική…


(Και όχι, το ιστιοφόρο ΔΕΝ είναι δικό μου, ούτε με φιλοξένησε!)
:)

5 σχόλια:

Mh Xeirotera είπε...

"Τίποτε δεν αντέχω να με αποσπά από το να υπάρχω απλώς μέσα στους αρχέγονους ήχους και στην αρχέγονη φωτοσκιά και ν’ ανατριχιάζω ηδονικά, σαν τα καλάμια, από το ολόδροσο ολόφρεσκο αεράκι _αίσθηση προ πολλού ματαιωμένη και ακυρωμένη από τον αστικό καύσωνα και τη μεταλλική κρυάδα του κλιματιστικού."

Καλημέρα...!

MenieK είπε...

Κι όμως, ο Νίτσε κάπου έγραψε (σε, εντελώς, ελεύθερη απόδοση) ότι αν μπορείς να διατηρήσεις τη σοβαρότητα με την οποία ως παιδί συμμετείχες στο παιχνίδι (το γραπτό συμπεριλαμβάνεται), τότε μόνο νοείσαι σοβαρό άτομο...
Καλώς ήρθες πίσω :)

adaeus είπε...

Γραφική και απλοϊκή αυτή η έκθεση της μαθητρίας? Διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως. Εγώ ταξίδεψα μαζί της και θα έλεγα ότι με συνεπήρε η περιγραφή της κι ας ήταν υπέρ το δέον μονομερής. Κανένα κουνουπάκι δεν σας τσίμπησε, καμία μυγούλα δεν σας ενόχλησε, κανείς βάρβαρος με θορύβους και σκουπίδια? ;-)

ralou είπε...

Αριστα 10!
Μικρή μαθήτρια σε τάξη ενηλίκων πολύ καλή η έκθεση σου.
Με τα καλολογικά της στοιχεία... με τις αναλυτικές περιγραφές της... με την ψ υ χ η της!

just me είπε...

Konstantine mou,
kalhmeres kai se sena [mia gia kathe mera poy mesolavhse apo to sxolio sou :)))]


Μeniek,
ήρθα, ξανάφυγα, ξαναήρθα... η συνέχεια στο επόμενο!
Καλώς σας βρήκα (κι ευχαριστώ για την ψήφο εμπιστοσύνης στη σοβαρότητά μου _ακόμη κι αν χρειάστηκε να επιστρατεύσεις τον Νίτσε για να την τεκμηριώσεις!)
:)))

Adaeus,
ο καλός μου μού έλεγε συνεχώς "χαλάρωσε και απόλαυσέ το" [το μπάνιο εννοούσε _προλαβαίνω το σχόλιό σου για να μην κονταροχτυπηθούνε πάλι οι απόψεις μας για το "δημόσιο" χιούμορ :)))].
Έτσι κι εγώ είπα να αποκρύψω την εμφάνιση, τις τρεισήμισι τελευταίες μέρες, τριών τεράστιων _ε, καλά, μεγάλων_ μεδουσών που τις έφερε κατ' άλλους ο καιρός, κατ' εμέ τα σκάφη των "σκαφάτων", και μ' έκαναν να τρέμω από φόβο (στη φιλοζωία μου δεν συμπεριλαβάνονται έντομα, ερπετά και τέτοιου είδους θαλάσσια όντα), κυρίως κατά τη μαγική ώρα του απογευματινού μπάνιου!
:)

Ραλού,
ευχαριστώ, Κυρία!
(κυρία "δασκάλα" και "Κυρία" γενικώς).
Θα τα πούμε.