Obsessed, bewildered by the shipwreck of the singular, we have chosen the meaning of being numerous (George Oppen)
Κυριακή, Αυγούστου 26, 2007
Κρείττον το σιγάν
(Φοβάμαι, όμως, τώρα. Φοβάμαι ότι, όταν οι εφιαλτικές φλόγες σβήσουν και ο άνεμος διώξει τ' αποκαΐδια από τα πρόσωπά μας, ένας άλλος εφιάλτης θα πάρει τη θέση τους: θα κοιταχτούμε στους καθρέφτες μας και θα είμαστε πάλι, πάντα, οι ίδιοι...)
Τρίτη, Αυγούστου 21, 2007
Καλό χειμώνα!
Θεωρώ κακοψυχία το να εύχεται κάποιος "καλό χειμώνα" μόλις επιστρέφει από τις δικές του διακοπές, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες το ποστ και ο (φαινομενικά) αντιφατικός τίτλος αποτελούν την κοινωνική προσφορά του μπλογκ στην ψυχολογική αντιμετώπιση του επερχόμενου τρίτου (ας ελπίσουμε όχι φαρμακερού) καύσωνα!
Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007
Αντίστιξη στο προηγούμενο
Ο Παράδεισος πληρώνεται.'Εστω και συμβολικά. Έστω και μόνο με την πολυτέλεια της συλλογικής ενοχής.
Κι αν ετοιμάζομαι για δεύτερη (μικρή) απόδραση από την καθημερινή μας κόλαση, είναι γιατί δεν χαλάω χατίρια και δεν είμαι party-spoiler. Αλλά φεύγω με μισή καρδιά. Η άλλη μισή... εκεί πέρα βρίσκεται. Και δεν είναι μεγαλοστομία. Μονάχα που νιώθω ότι μόνο γι' αυτό είμαι ικανή πια: να λυπάμαι. Να λυπάμαι απέραντα για ένα σωρό πράγματα και να ντρέπομαι απέραντα που αυτό είναι όλο κι όλο ό,τι μπορώ πια να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους, αφού κατέληξα να θεωρώ πως, στις μέρες μας, η λύπη μπορεί να εξανθρωπίζει περισσότερο από τη μαζική δράση από κεκτημένη ταχύτητα και πως η ανθρωπιστική συνείδηση είναι πιο πολύτιμη (και εν δυνάμει πιο αποτελεσματική) από την πολιτική _τουλάχιστον από αυτή που διακηρύσσεται εν χορδαίς και οργάνοις και που χρειάζεται κομματικό ή άλλο ονοματεπώνυμο.
Ελλείψει ιδεών και προετοιμασίας, ας είναι αυτό και η πρώτη μου συνεισφορά, από εδώ σε πρώτη φάση, στο πολύ ενδιαφέρον μπλογκ που με προσκάλεσε (μαζί με πολλούς άλλους συν-ιστολόγους, φαντάζομαι) να συμμετέχω στην καλή δουλειά που φαίνεται ότι κάνει.
Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007
"Πώς πέρασα τις διακοπές μου" Έκθεσις της μαθητρίας...
Μπροστά ένα χωράφι με βούρλα και καλάμια που μοιάζουν να κάνουν αδιάκοπα έρωτα με το απαλό αεράκι που φυσάει σιγοσφυρίζοντας και στην αγκαλιά τους μια βάρκα (βάρκα στη στεριά, μακριά από την παραλία! _πάντα με υποβάλλει αυτή η εικόνα) άσπρη, με μια φαρδιά πορτοκαλιά λουρίδα στα πλάγια. Αμέσως μετά, το κυκλαδίτικο βουνό, σαν τοίχος από πέτρα και από χώμα με μοναδικό στολίδι τις τεχνητές ξερολιθιές, γκρίζο στο φως του πρωινού ήλιου. Ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στους πρόποδές του, λίγο πιο πάνω από ένα υποτυπώδες μαντρί _οι κατσίκες, καμιά εικοσαριά, έχουν γίνει η καθημερινή παρέα μας και το μοναδικό αντικείμενο της ενασχόλησής μας τις ώρες της ραστώνης στη βεράντα· συνηθίσαμε να τις παρατηρούμε, με τα κυάλια ή με γυμνό μάτι, όλες τις ώρες της ημέρας: πώς ξεμυτάνε πρωί πρωί, πώς σκαρφαλώνουν σε παράταξη όλο και πιο ψηλά αναζητώντας τροφή και δροσερό αγέρα, πώς μαζεύονται στις σκιές όταν πλησιάζει μεσημέρι· πώς βελάζουν _σχεδόν αναγνωρίζουμε φωνές _πώς ζουν μαζί (ποιες είναι οι πιο ανεξάρτητες και «την κάνουν» ξέχωρα από το κοπάδι, ποια η πιο τεμπέλα που αράζει, ποιες οι πιο σκανδαλιάρες που παίζουν σπρώχνοντας η μία την άλλη)· πώς απλώνεται ο ήχος από τα κουδούνια τους στον αέρα _σαν να «βλέπουμε» τα ηχητικά κύματα να σχηματίζουν τους ομόκεντρους αέρινους κύκλους τους.
Πάνω από την κορυφογραμμή ο πρωινός ουρανός, φωτεινός γαλάζιος απέναντί μας και ασπριδερός από την πλευρά της ανατολής που δεν φαίνεται από εδώ που κάθομαι, και πίσω της το πάντα ελκυστικό άγνωστο (άλλο βουνό, άλλη λαγκαδιά, θάλασσα; σπίτια, χωράφια, ερημιές;)
Ο ήχος από το ρυθμικό πηγαινέλα ενός ελαφρού μόνιμου κύματος στα βότσαλα της παραλίας καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα. Η απόλυτη μουσική, η απόλυτη παραμυθία. Δεν έχω βάλει ακουστικά στ’ αφτιά μου, δεν έχω νιώσει την ανάγκη καμιάς ανθρώπινης μουσικής όσες μέρες είμαι εδώ.
Δεν έχω νιώσει ούτε την ανάγκη του γραπτού λόγου, όσες μέρες είμαι εδώ. Στην αγκαλιά μου, σαν μωρό που το νανουρίζω αφηρημένα, η υπέροχη Αυτοβιογραφία του φωτός του Γιώργου Γραμματικάκη, δεύτερη ανάγνωση (και το μόνο που μου είχε φανεί ταιριαστό για τον τόπο, την επικράτεια του φωτός), αλλά κι αυτό όχι για πολύ. Τίποτε δεν αντέχω να με αποσπά από το να υπάρχω απλώς μέσα στους αρχέγονους ήχους και στην αρχέγονη φωτοσκιά και ν’ ανατριχιάζω ηδονικά, σαν τα καλάμια, από το ολόδροσο ολόφρεσκο αεράκι _αίσθηση προ πολλού ματαιωμένη και ακυρωμένη από τον αστικό καύσωνα και τη μεταλλική κρυάδα του κλιματιστικού.
Το μεσημέρι η θάλασσα θ’ αποκτήσει αυτό το απερίγραπτο κυανοπράσινο χρώμα, διάστικτο με το εκτυφλωτικό χρυσό στραφτάλισμα κάτω από τον κυκλαδίτικο ήλιο, και τα βουνά δεξιά και αριστερά θ’ αλλάξουν το γκρίζο τους με ένα έντονο, ζεστό καστανό. Οι ήχοι της παραλίας θ’ ανεβαίνουν ψηλά και θα εξατμίζονται μέσα στην αραιή μεσημεριανή ατμόσφαιρα.
Και το δειλινό… το δειλινό… μέσα στη χλιαρή σαν το υγρό του αμνιακού σάκου θάλασσα, θα κολυμπήσω στο χρυσό μονοπάτι του αποχωρούντος ήλιου, μετά ο ορίζοντας θα μετατραπεί στην ιμπρεσιονιστική παλέτα όλων των κόκκινων και των μενεξεδιών του Σύμπαντος, μετά ο ηλιακός δίσκος θα γίνει σαφής, πορτοκαλής και πορφυρός σαν πυρακτωμένο σίδερο, λίγο πριν χαθεί πίσω από τη χαμηλή νέφωση ή την απέναντι στεριά· μετά η μέχρι τώρα σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας θ’ ασπρίσει και θα φωτίσει κάτω από τον ρόδινο ουρανό και το αρχέγονο τραγούδι πάνω στα βότσαλα θα γίνει πιο σιγανό, πιο μακρόσυρτο, πιο μυστηριακό… και θα μπλέξει με τον ψίθυρο των λέξεων που ηχούνε μέσα μου· αμφίσημων λέξεων, αμφίβολης ερμηνείας, αλλά εκείνη τη θεία ώρα τ’ αφτιά της ψυχής ακούνε ό,τι θέλει εκείνη ν’ ακούει και τα πανιά της φαντασίας φτιάχνουν μόνα τούς ανέμους τους...
Τη νύχτα, μέσα στη σχεδόν απόλυτη σιγαλιά, (με εξαίρεση τον αδιάκοπο παφλασμό της θάλασσας), ξαπλωμένοι στην άμμο θ’ αγκαλιάσουμε πάλι μ’ ένα βλέμμα όλο τον ορατό έναστρο ουρανό (τα άστρα, τόσο ξεχασμένα πολλά… και ο Γαλαξίας _πόσα χρόνια είχα να δω τον Γαλαξία!_κάπου κάπου κι ένα πεφταστέρι για το παιδικό παιγνίδι με τις ευχές). Η ίδια πάντα κουβέντα (ίδια πάντα, «μικρή», αφελής και ανεξάντλητη) για το μυστήριο της Αρχής … και η επιθυμία της Γνώσης (η αγωνία της Γνώσης) να σβήνει όλες τις άλλες επιθυμίες _και όλες τις άλλες αγωνίες. Για λίγο…
(Αντί μουσικής επένδυσης, η αναφορά στα ακούσματα αυτών των ημερών).
Από τις πρόχειρες σημειώσεις ενός πρωινού, με επίγνωση ότι η έκθεση της μικρής μαθήτριας που δεν μεγάλωσε ποτέ μπορεί να έπαιρνε άριστα στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, αλλά στην τάξη των ενηλίκων μοιάζει τόσο απλοϊκή και γραφική…
(Και όχι, το ιστιοφόρο ΔΕΝ είναι δικό μου, ούτε με φιλοξένησε!)
:)