Λευκό τα μεσάνυχτα –όλα είναι καινούργια, λες και
ο κόσμος άρχισε σήμερα. Τα χωράφια είναι βολεμένα
κάτω από ένα παχύ στρώμα, τα πουλιά αναχώρησαν,
ένα σκυλί εγκαταλείπει το αφεντικό του και φεύγει∙
κι οι πόλεις όλες είναι καθηλωμένες και κλειστές.
καρφωμένες με ξύλινους πασσάλους,
ούτε τρένο επιστροφής, ούτε σφηνάκι για το δρόμο.
Κανείς δεν ξέρει τι χάθηκε κάτω απ’ το χιόνι,
τι διαδρομές έσβησαν στη διαδρομή, τι νερό κύλησε,
τι αλλαγή θέσης συνέβη πραγματικά,
τι αλλαγή μέσα μας, τι αγριεμένη παγωνιά∙
και τίποτα δεν αφανίζει ούτε αφανίζεται, παρά μόνο οι χειμώνες
από την καλοκαιρία∙ σαν χιονάνθρωποι έτοιμοι να φύγουν,
που η αγάπη τους είναι κρύα, που η αγάπη τους δεν είναι αρκετά κρύα.
Μάθιου Χόλις
Jean-Baptiste Armand Guillaumin,
Chemin creux, effet de neige, 1869

WINTER ΒΡΕΑΚ
White at midnight _ all is new, as if
the world began today. The fields are thick
and neatly tucked, the birds have packed,
a dog gives up its man and goes;
and all the towns ate chocked and closed,
pinned in place by wooden poles,
no last train home, no chaser for the road.
No one knows what’s lost beneath the snow,
what ways gave up to way, what water flowed,
what change of place there really was,
what change in us, what roughing frost;
and nothing kills or is killed off, but winters
from the thaw; like snowmen getting up to go,
whose love is cold, whose love not cold enough.
(Matthew Hollis, Groundwater, Bloodaxe Books, 2004)
[Και, με αφορμή ένα σχόλιο για χιόνια...
Snow poem by Archibald Lampman
...και ξωτικά:
Snow music by Loreena McKennit]