Κάποτε περνώ μπρος από μικρομάγαζα, στη rue de Seine λόγου χάρη. Έμποροι με παλιά πράγματα, ή μικρά παλαιοβιβλιοπωλεία, ή πωλητές χαλκογραφιών με κατάφορτες προθήκες. Κανείς δεν μπαίνει ποτέ στο κατάστημά τους, προφανώς δεν έχουν δουλειές. Όταν όμως κοιτάξει κανείς μέσα, κάθονται, κάθονται και διαβάζουν αμέριμνοι∙ δε φροντίζουνε για το αύριο, δε φοβούνται για μια επιτυχία, έχουν ένα σκύλο, που κάθεται μπρος τους, ευδιάθετος, ή μια γάτα, που κάνει την ησυχία ακόμη πιο μεγαλύτερη, καθώς γλιστράει στο μάκρος απ' τις σειρές των βιβλίων, σα να 'σβηνε τα ονόματα απ' τις ράχες τους.
Αχ, αν ήταν αυτό αρκετό: επιθύμησα κάποτε ν' αγοράσω μια τέτοια γεμάτη προθήκη και να καθισω πίσω από κει μ' ένα σκύλο για είκοσι χρόνια.
(Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι σημειώσεις του Μάλτε Λαουρίντς Μπρίγκε, μετ. Δημ. Στ. Δήμου, εκδ. ΤΟ ΡΟΔΑΚΙÒ)
Robert Doisneau, Jacques Prevert, 1955
(αφιερωμένο στον φίλο που θα ταξιδέψει σύντομα στο Παρίσι, στον φίλο που ΘΑ συνταξιδέψει σύντομα με τον Μάλτε Λαουρίντς Μπρίγκε, στη φίλη που μάχεται με κουράγιο και ψυχή για τα ταξίδια που δεν έχει κάνει ακόμη∙ και σε μένα, που είχα υπογραμμίσει αυτό το απόσπασμα από το 1993, όταν είχα αγοράσει το βιβλίο, έκπληκτη γιατί η εικόνα αυτών των αράδων ήταν ένα dejà-vu, άσχετο αρχικά με το Παρίσι, που με συνοδεύει από τα παιδικά μου χρόνια _μέχρι απόψε, που δεν έχω ακόμη αποδεχτεί ότι, δυστυχώς, αυτό δεν είναι αρκετό...)