A LA VOTRE, M. MAGRITTE!
Μερικές φορές βλέπει στον ύπνο της
Πως σηκώνεται, ανοίγει την ντουλάπα
Και κοιτάζει αχόρταγα το καλό της σώμα
Προσεχτικά κρεμασμένο,
Ατσαλάκωτο, λαμπερό, μεταξένιο στο άγγιγμα
Να περιμένει αφόρετο τη νύχτα του χορού
Και σκέφτεται τι κρίμα
Που δεν τόλμησε ποτέ να το βάλει
Κάποιο ανώνυμο σαββατόβραδο
Για την ιεροτελεστία της μιας μπίρας στα όρθια
Στο μισοσκότεινο μπαρ της γωνίας
Réné Magritte, Μνήμη Mack Sennett, 1934
Obsessed, bewildered by the shipwreck of the singular, we have chosen the meaning of being numerous (George Oppen)
Τρίτη, Δεκεμβρίου 28, 2010
Πέμπτη, Νοεμβρίου 11, 2010
just hello
DÉJÀ NON VU
à la mode de Marina
Μην επιμένετε, κύριε. Δεν σας γνωρίζω.
Δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ.
(Δεν σας έχω καν ονειρευτεί _τότε θα σας θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια).
Όχι, όχι, μην επιμένετε. Δικές σας αναμνήσεις είναι, όχι δικές μου,
αυτές οι μεταμεσονύχτιες συζητήσεις που μου περιγράφετε λέξη με λέξη, με την ποίηση που, υποτίθεται, διαχειριζόταν την αμφισημία της επιθυμίας.
Και οι χειροπιαστές αποδείξεις που επικαλείστε,
εκείνο το μεταξωτό φουλάρι που δένατε με ναυτικούς κόμπους, καταχωνιασμένο στην τσέπη του παλιού παλτού μου,
μπορώ να σας το δείξω,
μικρές παιδιάστικες ταχυδακτυλουργίες που δεν ξεγελάνε την ενήλικη μνήμη.
Μην επιμένετε! Δεν ήμουν εγώ (κι ούτε θα ήθελα να είμαι, κύριε,
είναι τρομακτική τόση ακρίβεια στις αναμνήσεις _τόση χειρουργική ακρίβεια: oύτε μια τόση δα ατέλεια στην αποκατάσταση, ούτε μια μικρή ουλή_
υπόμνηση ενός, έστω πολύ μικρού, μαρτυρίου∙ τίποτα που να απωθεί
ή να απωθείται).
Αχ, σταθείτε! Όχι οι περιγραφές σας, αλλά κάτι στον τόνο της φωνής σας…
αυτή η συγκράτηση της κλίμακας, αυτό το χαμόγελο
(καλλιγραφημένο ακόμα και τώρα που σίγουρα νιώθετε πληγωμένος ),
ξυπνάνε κάτι απροσδιόριστα οικείο, όχι στο μυαλό μου, αλλά στα χέρια μου…
…ναι, ναι, τα χέρια μου θυμούνται τώρα (θαμπά, ωστόσο) τη σαρκοβόρα πείνα τους/
για τα πυκνά ξανθά μαλλιά σας!
(Τι εννοείτε _είστε μελαχρινός κι είχατε πάντα λιγοστά μαλλιά,
τι εννοείτε _τώρα καταλαβαίνετε, χάρη στην τερατώδη λήθη μου,
ότι δεν σας αγάπησα ποτέ; )
Αυτό καταλαβαίνετε;
Όχι ότι η εξάλειψη της μορφής σας από τη μνήμη μου
είναι η δική μου χειροπιαστή απόδειξη ότι σας είχα απόλυτα,
ανεξίτηλα αγαπήσει;
Τρίτη, Απριλίου 13, 2010
Glowing is her Bonnet...
ΓΔΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
Πρώτα, η τούλινη πελερίνα της,
που βγήκε εύκολα απ’ τους ώμους της κι αφέθηκε
στην πλάτη της ξύλινης καρέκλας.
Και το μπονέ της,
που ο φιόγκος του λύθηκε μ’ ένα ελαφρό τράβηγμα.
Ύστερα, το μακρύ λευκό φόρεμα, πιο
περίπλοκη υπόθεση με τα φιλντισένια
κουμπιά κατά μήκος της πλάτης,
τόσο μικροσκοπικά και πολυάριθμα που περνάει μια ζωή
μέχρι να καταφέρουν τα χέρια μου να το ανοίξουν,
σαν τον κολυμβητή που σχίζει το νερό,
και να γλιστρήσουν μέσα.
Θα θέλετε να ξέρετε
ότι εκείνη στεκόταν
δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο της επάνω κρεβατοκάμαρας,
ακίνητη, με κάπως γουρλωμένα μάτια,
κοιτώντας κάτω προς τον κήπο,
με το λευκό φόρεμα στα πόδια της σα λιμνούλα
στο δρύινο πάτωμα με τις φαρδιές σανίδες.
Την πολυπλοκότητα των γυναικείων εσωρούχων
στην Αμερική του δέκατου ένατου αιώνα
δεν πρέπει να την προσπερνάς∙
κι εγώ προχωρούσα σαν εξερευνητής των πόλων
ανάμεσα σε καρφίτσες, αγκράφες και πόρπες,
δεσίματα, τιράντες και κορσέδες με μπανέλες,
αρμενίζοντας προς το παγόβουνο της γύμνιας της.
Μπίλυ Κόλινς
Taking off Emily Dickinson's clothes by Billy Collins
Hope is the thing with feathers by Emily Dickinson
I felt a Funeral, in my Brain by Emily Dickinson
My Life had stood--a Loaded Gun-- by Emily Dickinson
Glowing is her Bonnet by Emily Dickinson
Πρώτα, η τούλινη πελερίνα της,
που βγήκε εύκολα απ’ τους ώμους της κι αφέθηκε
στην πλάτη της ξύλινης καρέκλας.
Και το μπονέ της,
που ο φιόγκος του λύθηκε μ’ ένα ελαφρό τράβηγμα.
Ύστερα, το μακρύ λευκό φόρεμα, πιο
περίπλοκη υπόθεση με τα φιλντισένια
κουμπιά κατά μήκος της πλάτης,
τόσο μικροσκοπικά και πολυάριθμα που περνάει μια ζωή
μέχρι να καταφέρουν τα χέρια μου να το ανοίξουν,
σαν τον κολυμβητή που σχίζει το νερό,
και να γλιστρήσουν μέσα.
Θα θέλετε να ξέρετε
ότι εκείνη στεκόταν
δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο της επάνω κρεβατοκάμαρας,
ακίνητη, με κάπως γουρλωμένα μάτια,
κοιτώντας κάτω προς τον κήπο,
με το λευκό φόρεμα στα πόδια της σα λιμνούλα
στο δρύινο πάτωμα με τις φαρδιές σανίδες.
Την πολυπλοκότητα των γυναικείων εσωρούχων
στην Αμερική του δέκατου ένατου αιώνα
δεν πρέπει να την προσπερνάς∙
κι εγώ προχωρούσα σαν εξερευνητής των πόλων
ανάμεσα σε καρφίτσες, αγκράφες και πόρπες,
δεσίματα, τιράντες και κορσέδες με μπανέλες,
αρμενίζοντας προς το παγόβουνο της γύμνιας της.
Μπίλυ Κόλινς
Taking off Emily Dickinson's clothes by Billy Collins
Hope is the thing with feathers by Emily Dickinson
I felt a Funeral, in my Brain by Emily Dickinson
My Life had stood--a Loaded Gun-- by Emily Dickinson
Glowing is her Bonnet by Emily Dickinson
Παρασκευή, Μαρτίου 05, 2010
the iambic bongos must be played
Σονέτο
Δεκατέσσερις στίχοι, ένα βήμα
και μένουν δεκατρείς, δώδεκα ήδη,
να ξεκινήσει η καρδιά μακρύ ταξίδι
σαν καραβάκι έρμαιο στο κύμα.
Μέχρι στιγμής όλα σού πάνε πρίμα∙
το ποίημα τώρα μοιάζει με παιχνίδι,
εκτός αν ο όγδοος στίχος δεν ενδίδει
στο μέτρο του σονέτου και στη ρίμα.
Το ξέρεις, όμως, πως η λύση υπάρχει,
θα βρουν λιμάνι ο πόθος και το δάκρυ
όταν το τελικό τρίστιχο φτάσει
κι η Λάουρα καλέσει τον Πετράρχη
την πένα του ν’ αφήσει σε μιαν άκρη
και πλάι της επιτέλους να πλαγιάσει.
Μπίλι Κόλινς
Δεκατέσσερις στίχοι, ένα βήμα
και μένουν δεκατρείς, δώδεκα ήδη,
να ξεκινήσει η καρδιά μακρύ ταξίδι
σαν καραβάκι έρμαιο στο κύμα.
Μέχρι στιγμής όλα σού πάνε πρίμα∙
το ποίημα τώρα μοιάζει με παιχνίδι,
εκτός αν ο όγδοος στίχος δεν ενδίδει
στο μέτρο του σονέτου και στη ρίμα.
Το ξέρεις, όμως, πως η λύση υπάρχει,
θα βρουν λιμάνι ο πόθος και το δάκρυ
όταν το τελικό τρίστιχο φτάσει
κι η Λάουρα καλέσει τον Πετράρχη
την πένα του ν’ αφήσει σε μιαν άκρη
και πλάι της επιτέλους να πλαγιάσει.
Μπίλι Κόλινς
Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2010
ίσως μας χρειάζεται ένας Μέντελσον...
(Για τη ZVyK, που περιμένει την άνοιξη και πιστεύει ότι ίσως μας χρειάζεται ένας Μέντελσον) :)
Πέμπτη, Ιανουαρίου 07, 2010
τίνος Γενάρη;
Ο Γενάρης του 1904
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.
Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.
Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
από τον επίσημο διαδικτυακό τόπο του αρχείου Καβάφη,http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=251&cat=4
http://www.youtube.com/watch?v=q_ZTKX4owbo
καιρό έψαχνα μιαν αφορμή να "παίξω" το αγαπημένο τραγούδι, πέρα από την απλή ημερολογιακή σύμπτωση με έναν μήνα που λίγο μοιάζει με Γενάρη κι ακόμη λιγότερο με απελπισμένο, μέσα στην απάθειά του...
...τελικά δε βρήκα τέτοια αφορμή, αλλά φαίνεται ότι δημιούργησα μια άλλη _ για να 'ρθουν πιο κοντά κάποια νησιά μέσα στον ωκεανό του Χρόνου...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)